- σκορπιοφόρος
- σκορπιοφόρος, ον,A producing scorpions, Ptol.Geog.6.17.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκορπιοφόρος — producing scorpions masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκορπιοφόρος — ον, ΜΑ (για τόπο) αυτός που έχει πολλούς σκορπιούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπίος + φόρος*] … Dictionary of Greek
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek